χτυποβροντώ

χτυποβροντώ
χτυποβροντώάω μετ. барабанить, сильно и часто стучать (во что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χτυποβροντώ" в других словарях:

  • χτυποβροντώ — και χτυποβροντάω χτυπώ και βροντώ, χτυπώ ισχυρά και επανειλημμένα, βροντοχτυπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτυποβροντώ — και κτυποβροντώ, άω, Ν χτυπώ και βροντώ, βροντοχτυπώ, χτυπώ δυνατά και με κρότο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ /κτυπώ + βροντώ] …   Dictionary of Greek

  • χτυποβρόντημα — και κτυποβρόντημα, το, Ν [χτυποβροντώ / κτυποβροντώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χτυποβροντώ …   Dictionary of Greek

  • κτυποβροντώ — βλ. χτυποβροντώ …   Dictionary of Greek

  • χτυποβρόντημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυποβροντώ, επανειλημμένη ισχυρή κρούση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»